Εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία
Σημαντικές οικονομικές συνέπειες στην ενέργεια, τα τρόφιμα, τον πληθωρισμό και τη φτώχεια, βλέπει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία.
Η επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD, Beata Javorcik, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) για τις συνέπειες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σημείωσε πως οι παγκόσμιοι δανειστές δίνουν δισεκατομμύρια στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένου ενός «πακέτου ανθεκτικότητας» ύψους 2,0 δισ. ευρώ από την EBRD με έδρα το Λονδίνο, αλλά επί του παρόντος δεν διαφαίνεται τέλος στη σύγκρουση. Η κρίση εκτόξευσε τις τιμές των εμπορευμάτων λόγω των φόβων για την προσφορά, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό που βρίσκεται ήδη σε υψηλά πολλών δεκαετιών.
Ερωτηθείς για τις αυξανόμενες τιμές στις αγορές εμπορευμάτων, η επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD είπε ότι ακόμα κι αν ο πόλεμος σταματούσε σήμερα, οι συνέπειες αυτής της σύγκρουσης θα ήταν αισθητές για τους επόμενους μήνες, και αυτό θα λειτουργούσε μέσω των τιμών των εμπορευμάτων. «Οι φτωχοί θα πληγούν πολύ περισσότερο από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας και από τις υψηλότερες τιμές των τροφίμων», υπογράμμισε, σημειώνοντας πως αυτό έχει συνέπειες στη φτώχεια και στην πολιτική σταθερότητα.
Σημείωσε ακόμη πως η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν το 30% των εξαγωγών σιταριού παγκοσμίως, ενώ οι Ουκρανοί αγρότες δεν έχουν πουλήσει ακόμη την περσινή σοδειά. «Η ναυτιλία στη Μαύρη Θάλασσα εμποδίζεται και οι Ουκρανοί αγρότες δεν σπέρνουν νέες καλλιέργειες. Η Ρωσία και η Λευκορωσία είναι πολύ σημαντικοί εξαγωγείς αμμωνίας και θειικού καλίου για τα λιπάσματα», πρόσθεσε. Αντίκτυπος υπάρχει και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς το νικέλιο, ο χαλκός, η πλατίνα και το παλλάδιο στηρίζουν την βιομηχανία των ΑΠΕ. «Αν σκεφτείτε ότι το φυσικό αέριο βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη και το πετρέλαιο σε υψηλά επίπεδα παγκοσμίως... Όλα αυτά οδηγούν σε πληθωρισμό», είπε.
Σε ερώτηση αν θα πληγεί η παγκόσμια οικονομία, η κ. Javorcik επεσήμανε πως η σύγκρουση ήρθε σε μια εποχή που υπήρχε ήδη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, επομένως οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας θα θέσουν περισσότερα φρένα στην ανάπτυξη, ενώ ο υψηλότερος πληθωρισμός θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, κάτι που θα είναι επίσης κακό για την ανάπτυξη.
Αναφερομένη στον αντίκτυπο, από τις κυρώσεις στη Ρωσία, δήλωσε πως το βραχυπρόθεσμο οικονομικό κόστος που θα προκύψει από το πλήγμα στο διεθνές εμπόριο και από τη χαμηλότερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών. «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, το ρούβλι που χάνει αξία και άλλα, αλλά ίσως αυτό που είναι πιο ενδιαφέρον είναι το μακροπρόθεσμο κόστος», πρόσθεσε.
Εάν, ακόμη και μετά το τέλος της σύγκρουσης, συνέχισε, η Ρωσία εκληφθεί ως επικίνδυνος προορισμός για επενδύσεις, ή αν γίνουν κάποιες εθνικοποιήσεις -- όπως ακούσαμε σε δηλώσεις του (Προέδρου) Βλαντιμίρ Πούτιν -- αυτό θα βλάψει τη φήμη της Ρωσίας, πρόσθεσε. Ερωτηθείς για το κόστος στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, η κ. Javorcik είπε ότι αυτό θα εξαρτηθεί από την διάρκεια των μαχών.
Μεγάλα μέρη της χώρας λειτουργούν -- οι υποδομές υπάρχουν, το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί, οι επιχειρήσεις είναι ακόμα ανοιχτές, αλλά είναι πολύ δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την ουκρανική κυβέρνηση, οι μισές εταιρείες έχουν κλείσει και άλλες εταιρείες εργάζονται με μειωμένη δυναμικότητα και πρόσθεσε πως αυτό δείχνει ότι το οικονομικό κόστος θα είναι σημαντικό. Κληθείς να αναφερθεί στις προοπτικές για την προσφυγική κρίση, η επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD είπε ότι είναι μια τραγική κατάσταση που τόσοι πολλοί άνθρωποι χρειάστηκε να ξεριζωθούν.
Παρόλα αυτά διευκρίνισε πως, αυτό που λέει η ιστορική εμπειρία είναι ότι ορισμένοι από τους πρόσφυγες μένουν στις χώρες υποδοχής τους και χρησιμεύουν ως γέφυρα, ως άνθρωποι που δημιουργούν επιχειρηματικούς δεσμούς με τη χώρα καταγωγής τους και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνουν τις ροές επενδύσεων και εμπορίου.
«Η ιστορική εμπειρία μας λέει ότι, αν συνεχιστεί η σύγκρουση, ο αριθμός των προσφύγων μπορεί να φτάσει τα έξι εκατομμύρια, κάτι που δεν έχει προηγούμενο», τόνισε.