Η Ευρώπη πράγματι περνά περίοδο παρακμής. Όχι όμως για τους λόγους που επικαλείται ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζέι Ντι Βανς. Αυτό είναι το κεντρικό συμπέρασμα του βασικού άρθρου γνώμης της Wall Street Journal, το οποίο επιχειρεί να αναδείξει έναν πολύ πιο «άβολο» ένοχο.
Όπως επισημαίνει η WSJ, οι πρόσφατες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, που χαρακτήρισε την Ευρώπη «αδύναμη» και «σε αποσύνθεση», προκάλεσαν οργή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Όμως το πραγματικό πρόβλημα, σχολιάζει η εφημερίδα, δεν είναι τόσο η διπλωματική ζημιά όσο το γεγονός ότι η αμερικανική πλευρά «κάνει λάθος διάγνωση».
Η διάγνωση Τραμπ–Βανς: μετανάστευση και πολιτισμική διάβρωση
Η WSJ υπενθυμίζει ότι η πρόσφατη Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των ΗΠΑ, έργο κυρίως του αντιπροέδρου Τζέι Ντι Βανς και του επιτελείου του, προειδοποιεί για «πολιτισμική εξαφάνιση» της Ευρώπης. Στο κείμενο υποστηρίζεται ότι η μαζική μετανάστευση και η πολιτική απονομιμοποίηση «αφαιρούν τη ζωτικότητα» της ηπείρου.
Η στρατηγική αυτή αφήνει να εννοηθεί ακόμη και επανεξέταση της αμερικανικής δέσμευσης στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και στο ΝΑΤΟ, με τη WSJ να σημειώνει πως γίνεται λόγος για χώρες που «ενδέχεται σε μερικές δεκαετίες να έχουν μη ευρωπαϊκή πλειοψηφία πληθυσμού».
Η εφημερίδα αναγνωρίζει ότι ο Τραμπ και ο Βανς «έχουν κάποιο δίκιο»: Η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολείται με πολλά που δεν θα έπρεπε και αποτυγχάνει σε όσα υποτίθεται ότι είναι ο πυρήνας της, όπως η ενιαία αγορά.
Ο θυμός των Ευρωπαίων ψηφοφόρων
Στο editorial της, η WSJ περιγράφει μια ήπειρο γεμάτη πολιτική δυσαρέσκεια. Οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι οργισμένοι με τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης, απογοητευμένοι από το αυξανόμενο χάσμα ευημερίας με τις ΗΠΑ και ανήσυχοι από την αδυναμία της Ευρώπης να ανταποκριθεί σε εξωτερικές απειλές, όπως ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στη συρρίκνωση της ελευθερίας του λόγου, με την WSJ να σημειώνει ότι η τάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να καταστέλλουν αντίθετες απόψεις έχει επαναφέρει τη συζήτηση περί λογοκρισίας στο προσκήνιο.
Όλα αυτά, γράφει η εφημερίδα, συνδέονται με μια βαθύτερη κρίση αυτοπεποίθησης της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, εν μέρει λόγω ενοχών για τον ιμπεριαλισμό και τους καταστροφικούς πολέμους του 20ού αιώνα.
Εδώ όμως, τονίζει το editorial, η ανάλυση της κυβέρνησης Τραμπ αστοχεί. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ευημερία της Ευρώπης δεν είναι η μετανάστευση, αλλά τα υπερδιογκωμένα κράτη πρόνοιας», διατείνεται η WSJ.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: οι κοινωνικές δαπάνες φτάνουν το 30,6% του ΑΕΠ στη Γαλλία, το 27,9% στη Γερμανία και το 27,6% στην Ιταλία, έναντι μόλις 19,8% στις ΗΠΑ. Και το ποσοστό αυτό, όπως σημειώνει η εφημερίδα, θα αυξάνεται όσο γηράσκει ο πληθυσμός.
Υψηλοί φόροι, χαμηλή
ανάπτυξη, αδύναμη άμυνα
Σύμφωνα με τη WSJ, τα μεγάλα κράτη πρόνοιας απαιτούν βαριά φορολογία: τα κρατικά έσοδα αγγίζουν το 47% του ΑΕΠ στη Γαλλία και ξεπερνούν το 40% σε Γερμανία και Ιταλία, έναντι μόλις 27% στις ΗΠΑ. Αυτό σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα «στραγγαλίζει» την επιχειρηματικότητα, αποθαρρύνει την καινοτομία και μειώνει τα κίνητρα για εργασία.
Παράλληλα, τα υπερχρεωμένα ευρωπαϊκά κράτη δυσκολεύονται να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, γεγονός που εξηγεί —όπως σχολιάζει η WSJ— γιατί η Ευρώπη παραμένει θεατής στις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Η πολιτική ευκολία της
επίθεσης στη μετανάστευση
Το editorial θέτει και ένα αιχμηρό ερώτημα: γιατί ο Τραμπ και ο Βανς εστιάζουν τόσο στη μετανάστευση και λιγότερο στα δημοσιονομικά; Η απάντηση της WSJ είναι κυνική: επειδή οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας είναι πολιτικά επώδυνες.
«Είναι πολύ πιο εύκολο να καταγγέλλεις μετανάστες και πολιτισμική παρακμή», σχολιάζει η εφημερίδα, ειδικά όταν και οι ίδιες οι ΗΠΑ κινούνται —έστω πιο αργά— προς παρόμοια δημοσιονομική στασιμότητα.
Η WSJ καταλήγει με μια ειρωνεία: οι πολιτικοί σύμμαχοι που φαίνεται να προτιμά η Ουάσιγκτον στην Ευρώπη —κόμματα όπως η AfD στη Γερμανία ή το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία— είναι συχνά υπέρ του μεγάλου κράτους και εχθρικά προς τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Αντί να συμβάλουν στην ευρωπαϊκή αναγέννηση, προειδοποιεί το editorial, μπορεί τελικά να επιδεινώσουν τα προβλήματα που υποτίθεται ότι θέλουν να λύσουν.
Πηγή: naftemporiki.gr