Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η επόμενη μεταβολή στα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα είναι ανοδική, ευθυγραμμιζόμενοι με τις αγορές και με την άποψη της Ίζαμπελ Σνάμπελ από την Εκτελεστική Επιτροπή, καθώς ο πληθωρισμός σταθεροποιείται γύρω στο 2%.
Περισσότερο από το 60% των συμμετεχόντων σε έρευνα του Bloomberg θεωρούν πλέον πιθανότερη μια αύξηση επιτοκίων παρά μια νέα μείωση — σημαντική μεταστροφή σε σχέση με τον Οκτώβριο, όταν μόνο το ένα τρίτο συμμεριζόταν αυτή την άποψη.
Ωστόσο, δεν πρόκειται για άμεσο σενάριο: το επιτόκιο καταθέσεων αναμένεται να παραμείνει στο 2% στις 18 Δεκεμβρίου και καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών.
Η ΕΚΤ ολοκλήρωσε
τον κύκλο μειώσεων
Οι αναλυτές αναθεωρούν τις προβλέψεις τους, καθώς ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε και η οικονομία της ευρωζώνης άντεξε καλύτερα του αναμενομένου τις πιέσεις από το παγκόσμιο εμπόριο και τις γεωπολιτικές αναταράξεις.
Σε συνέντευξή της, η Σνάμπελ επικαλέστηκε αυτή την ανθεκτικότητα —και τις πιο αισιόδοξες προοπτικές που ενισχύονται από κύμα κρατικών δαπανών— ως λόγους για τους οποίους δηλώνει «αρκετά άνετη» με τα στοιχήματα ότι η επόμενη κίνηση στα επιτόκια θα είναι ανοδική. Ένας σχετικός δείκτης τοποθετεί την πρώτη αύξηση στο δεύτερο μισό του 2027.
Τα περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ περιορίζονται στο να δηλώνουν ότι τα επιτόκια βρίσκονται «σε καλό επίπεδο» προς το παρόν. Για την Πρόεδρο Κριστίν Λαγκάρντ, το ζητούμενο είναι να αποτυπώσει την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των μελών ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία υποχωρούν, χωρίς να καλλιεργήσει την εντύπωση ότι οι αυξήσεις πλησιάζουν, σύμφωνα με τον Γιαν φον Γκέριχ, επικεφαλής στρατηγικό αναλυτή της Nordea.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η επικοινωνία, ειδικά σε ένα περιβάλλον ταχέως μεταβαλλόμενων προσδοκιών της αγοράς», σημείωσε ο Πολ Χόλινγκσγουορθ, επικεφαλής οικονομολόγος Ευρώπης της BNP Paribas.
Τόσο ο Χόλινγκσγουορθ όσο και ο φον Γκέριχ προβλέπουν αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2027. Εάν οι αγορές προεξοφλούσαν πιο γρήγορη σύσφιξη, οι αυστηρότερες χρηματοδοτικές συνθήκες θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για την οικονομία — ακριβώς τη στιγμή που αναμένεται να επιταχύνει.
Βελτιωμένες προοπτικές για την ευρωζώνη
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα εκτιμούν ότι οι νέες τριμηνιαίες προβλέψεις της ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα θα σκιαγραφήσουν πιο θετική εικόνα για την ανάπτυξη — κάτι που έχει υπαινιχθεί και η ίδια η Λαγκάρντ.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, οι ανησυχίες εστιάζονται στο 2027, όταν καθυστερήσεις στο νέο σύστημα τιμολόγησης του άνθρακα της ΕΕ ενδέχεται να ασκήσουν πιέσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναμένουν να διατηρηθεί η πρόβλεψη για άνοδο τιμών κατά 1,9% εκείνη τη χρονιά.
Τα βλέμματα στρέφονται έπειτα στο 2028 — την πρώτη χρονιά που θα περιλαμβάνεται στις προβλέψεις. Η δημοσκόπηση δείχνει πληθωρισμό ελαφρώς πάνω από τον στόχο του 2%, με σχεδόν τα δύο τρίτα των αναλυτών να ανησυχούν περισσότερο για υπέρβαση του μεσοπρόθεσμου στόχου παρά για υστέρηση.
Διαφωνίες και εξωτερικοί κίνδυνοι
Ακόμη και όσοι θεωρούν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι σαφώς ασθενέστερες σε τρία χρόνια δεν πιστεύουν ότι αυτό αρκεί για να δικαιολογήσει νέα μείωση επιτοκίων.
«Η ΕΚΤ μπορεί να θεωρεί ότι τα επιτόκια είναι σωστά ρυθμισμένα αυτή τη στιγμή, καθώς οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό είναι σχετικά ισορροπημένοι», ανέφερε ο Ντένις Σεν, οικονομολόγος της Scope. «Δεν αναμένουμε μειώσεις επιτοκίων το 2026, αλλά η ΕΚΤ θα διατηρήσει ευελιξία».
Ένας λόγος για αυτή την ευελιξία είναι η πιθανότητα περαιτέρω μειώσεων στις ΗΠΑ. Η Federal Reserve μείωσε τα επιτόκια για τρίτη διαδοχική συνεδρίαση αυτή την εβδομάδα και ενδέχεται να προχωρήσει σε ακόμη μία κίνηση το 2026. Ο Κέβιν Χάσετ, φαβορί για τη διαδοχή του Τζερόμ Πάουελ, βλέπει «άφθονο περιθώριο» για πιο επιθετικές κινήσεις.
Κατά το Bloomberg Economics, αν και η ΕΚΤ εμφανίζεται απρόθυμη να μειώσει ξανά τα επιτόκια, οι κίνδυνοι για αυτή την εκτίμηση «γέρνουν προς τα κάτω», καθώς η τράπεζα υποτιμά τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι αμερικανικοί δασμοί στην οικονομία της ευρωζώνης.
Η πολιτική των ΗΠΑ —νομισματική και εμπορική— παραμένει ο μεγαλύτερος εξωτερικός κίνδυνος, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Νερίγιους Ματσιούλις, επικεφαλής οικονομολόγος της Swedbank, προβλέπει ακόμη μία μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Μάρτιο, εκτιμώντας ότι η αισιοδοξία για την ανάπτυξη «στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια».
Σχεδόν το 45% των ερωτηθέντων θεωρούν, πάντως, ότι η ανάπτυξη περιορίζεται κυρίως από διαρθρωτικούς παράγοντες εκτός ελέγχου της ΕΚΤ, όπως η αδύναμη μεταποίηση λόγω ανταγωνισμού από την Κίνα, το υψηλό ενεργειακό κόστος και η υπερβολική γραφειοκρατία.
«Η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να λύσει διαρθρωτικά προβλήματα ανάπτυξης», σημείωσε ο Κάρστεν Μπρζέσκι της ING, ο οποίος βλέπει την ΕΚΤ να διατηρεί στάση αναμονής τουλάχιστον έως το 2027. «Μια μείωση 25 μονάδων βάσης δεν θα κάνει τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία πιο ανταγωνιστική απέναντι στην Κίνα».
Πηγή: newmoney.gr