Μέσα σε ένα ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον όπου το δολάριο παραμένει ισχυρό αλλά αμφισβητούμενο και οι γεωπολιτικές εντάσεις κλιμακώνονται, ο χρυσός επιστρέφει στο προσκήνιο ως στρατηγικό εργαλείο κρατικής κυριαρχίας και σταθερότητας. Οι κεντρικές τράπεζες, από την Κίνα και την Ινδία έως την Πολωνία και την Τουρκία, έχουν αυξήσει σημαντικά τις αγορές χρυσού τα τελευταία δύο χρόνια — με το 2024 να καταγράφει ιστορικά υψηλό επίπεδο αποθεματοποίησης.
Πίσω από αυτή τη στροφή δεν βρίσκεται απλώς το επενδυτικό «καταφύγιο» που παραδοσιακά προσφέρει ο χρυσός. Βρίσκεται ένα ευρύτερο γεωπολιτικό στοίχημα: να αποσυνδεθούν οι οικονομίες από την απόλυτη κυριαρχία του δολαρίου και να ενισχυθεί η νομισματική ανεξαρτησία, ειδικά σε σενάρια εμπορικών πολέμων, κυρώσεων ή αποσύνδεσης από τις ΗΠΑ.
Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει μειώσει σημαντικά τα αποθεματικά της σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα και ενίσχυσε τον χρυσό στο νομισματικό της «καλάθι». Παρόμοια, χώρες της Ευρώπης με ιστορική εμπειρία νομισματικών κρίσεων (όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία) ενισχύουν τα αποθέματά τους σε φυσικό χρυσό που διακρατούν εντός της επικράτειάς τους — αντί να τα αποθηκεύουν στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Η τάση αυτή ενισχύεται και από την αστάθεια των κρυπτονομισμάτων, που παρά την αύξηση αποδοχής, δεν προσφέρουν ακόμα την αξιοπιστία ή τη νομική σταθερότητα του πολύτιμου μετάλλου.
Το ερώτημα που αναδύεται είναι αν ο χρυσός επιστρέφει όχι μόνο ως «ασφαλές καταφύγιο», αλλά ως πολιτικό σύμβολο οικονομικής αυτονομίας, σε έναν κόσμο που επιστρέφει στον διακρατικό ανταγωνισμό ισχύος.
Μετάφραση και προσαρμογή από Bloomberg & Financial Times