Τα μικροτσίπ —ορατά μόνο με μικροσκόπιο αλλά απαραίτητα για τα πάντα, από smartphones και αυτοκίνητα μέχρι drones και πυραύλους— έχουν αναδειχθεί στο κατεξοχήν γεωστρατηγικό πεδίο ανταγωνισμού του 21ου αιώνα. Όσο η τεχνολογία γίνεται ο κινητήρας της οικονομίας και της άμυνας, ο έλεγχος της παραγωγής chips μετατρέπεται σε θέμα εθνικής ασφάλειας για τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν εξαγωγικούς περιορισμούς στην Κίνα, μπλοκάροντας την πρόσβασή της σε προηγμένα chips και τεχνολογίες παραγωγής. Η Ουάσινγκτον έχει ήδη επενδύσει πάνω από $50 δισ. για να επαναφέρει εργοστάσια μικροεπεξεργαστών στο έδαφός της μέσω του CHIPS Act. Παράλληλα, πιέζει χώρες όπως η Ολλανδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα να περιορίσουν τις εξαγωγές κρίσιμης τεχνογνωσίας.
Η Κίνα απαντά με επιθετικές κρατικές επενδύσεις στη δική της βιομηχανία ημιαγωγών και με στρατηγικές εξαγορές τεχνολογικών startups σε τρίτες χώρες. Όμως, ακόμα και το Πεκίνο εξαρτάται από ευαίσθητα σημεία της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως τα μηχανήματα λιθογραφίας της ASML ή τα προηγμένα εργαλεία σχεδιασμού chip των ΗΠΑ.
Η Ταϊβάν, μέσω της TSMC, παραμένει ο πιο κρίσιμος κόμβος της παγκόσμιας παραγωγής — και γι’ αυτό, το νησί έχει καταστεί κεντρικό σημείο γεωπολιτικής έντασης.
Το μέλλον της τεχνολογικής κυριαρχίας περνά πλέον από το ποιος ελέγχει τα εργοστάσια μικροτσίπ. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομία — αφορά την άμυνα, την ανεξαρτησία και την ισχύ.
Μετάφραση και προσαρμογή από Bloomberg, Nikkei Asia & The Economist